ταυροφάγος

ταυροφάγος
-ον, Α
1. (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που τρώει ταύρο
2. μτφ. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός τού Κρατίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φάγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταυροφάγος — bull eating masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυροφάγον — ταυροφάγος bull eating masc/fem acc sg ταυροφάγος bull eating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυροφάγου — ταυροφάγος bull eating masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tavrophagvs — TAVROPHĂGVS, i, Gr. Ταυροφάγος, ου, ein Beynamen des Bacchus, welchen er daher bekam, daß den Poeten, die mit den Dithyramben den Preis behielten, ein Ochs gegeben wurde. Suidas in Ταυροφάγον, Tom. III. p. 435 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • ταυροβόρος — ον, ΜΑ αυτός που τρώει ταύρους, ταυροφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”